- ἔντριμμα
- ἔντριμμαcosmeticneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έντριμμα — το (Α ἔντριμμα) νεοελλ. ουσία εξωτερικής χρήσεως, π.χ. υγρό, αλοιφή, κατάλληλα για εντριβή αρχ. καλλυντικό τού προσώπου, ψιμύθιο … Dictionary of Greek
ἐντριμμάτων — ἔντριμμα cosmetic neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρίμμασι — ἔντριμμα cosmetic neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρίμματα — ἔντριμμα cosmetic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρίμματι — ἔντριμμα cosmetic neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρίμματος — ἔντριμμα cosmetic neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHUCARUM seu PHUCARIUM — PHUCARUM, seu PHUCARIUM φούκαρον vel φουκάριον, infimae Graeciae, fucus mulierum est; a voce prisca φῦκος, quâ nonnulli algam marinam puniceam intelligunt, eamque a feminisad fucum genis indendum adhibitam esse existimant. Sed hos Dioscorides… … Hofmann J. Lexicon universale
παράτριμμα — (Ιατρ.). Ονομάζεται έτσι η φλεγμονώδης ασθένεια, που εκδηλώνεται στις πτυχές του δέρματος όταν υπάρχει τριβή μεταξύ εφαπτόμενων επιφανειών. Οι κυριότεροι παράγοντες, που προκαλούν την ασθένεια αυτή, είναι οι αυξημένες εκκρίσεις σμήγματος και… … Dictionary of Greek